παλμοσκόπος

παλμοσκόπος
παλμοσκόπος, -ον (Α)
αυτός που ασκεί μαντεία με τους παλμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλμός + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”